Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

ΚΑΠΑΔΟΚΚΙΑ (CAPPADOCIA N38'38524 E34'50413)


Η Καππαδοκία είναι αρχαία ελληνική πόλη και μία από τις μεγαλύτερες περιοχές της ανατολικής Μικράς Ασίας.

Οι κάτοικοι της Καππαδοκίας μέχρι το 1922 και τη Μικρασιατική Καταστροφή, που έγινε και η ανταλλαγή πληθυσμών, ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι Έλληνες, Αρμένιοι, Τούρκοι και Κούρδοι. Ο Ελληνισμός υπάρχει εδώ από τα χρόνια του Μεγαλέξανδρου και ξεριζώθηκε πριν από μόλις 90 χρόνια, με τις ανταλλαγές πληθυσμών που επέβαλε η συνθήκη της Λοζάνης. Μα υπάρχει ακόμη η μνήμη του κρυμμένη στα αλλόκοτα βράχια, καθώς όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, σ’ όποιο λαγούμι κι αν μπεις, μια αγιογραφία, μια επιγραφή, ένας σταυρός σκαλισμένος στο πέτρωμα φανερώνουν τους αιώνες που ετούτος ο τόπος αποτελούσε μια από τις πολλές ελληνικές πατρίδες. Οι κάτοικοι της μετά το 1922 ήταν 700.000 περίπου.
Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς διέκριναν δύο Καππαδοκίες. Η μία προς τον Ταύρο, αποκαλούνταν Μεγάλη Καππαδοκία με πρωτεύουσα τη Μάζακα και με μεγάλες πόλεις την Καισάρεια (τούρκικα Καϊσερί), τη Μελίτη (σημερινή Μαλάτια), την Τύανα (αργότερα Χριστούπολη) και την Κόμανα που ήταν αρχαία πόλη με φημισμένο ιερατείο και μαντείο στον ποταμό Σάρο. Η άλλη αποκαλούνταν Ποντιακή Καππαδοκία με πρωτεύουσα την Αμισό και άλλες πόλεις τη Φαρνακία, Τραπεζούντα, Αμάσεια και την Ποντιακή Κόμανα. Πρώτος που μνημονεύει τη Καππαδοκία ήταν ο Ηρόδοτος.
Οι κάτοικοί της πρέπει να εγκαταστάθηκαν μετά το 1600 π.Χ. και περί το 1100 π.Χ. η Καππαδοκία δέχθηκε επίθεση από τους Ασσυρίους, τον 9ο αιώνα π.Χ. δέχθηκε τη μεγάλη επιδρομή των Σκυθών, ενώ τον 8ο αιώνα π.Χ. την επίθεση των Μήδων και Περσών. Τον 6ο αιώνα π.Χ. υποτάχθηκε στο Βασιλέα των Περσών. Ένας δε εξ αυτών, ο Αριαράθης Α', κατάφερε να ενώσει όλη τη Καππαδοκία τον 4ο π.Χ. αιώνα, τον διαδέχτηκε, μετά θάνατο του, ο γιος του Αριαράθης Β, κατά τη βασιλεία του οποίου εκστράτευσε ο Μέγας Αλέξανδρος. Την περίοδο αυτή η Καππαδοκία αποτελούσε ένα μεγάλο αυτόνομο κράτος μέσα στην Περσική αυτοκρατορία. Ο Μέγας Αλέξανδρος σεβάστηκε την αυτονομία της Καππαδοκίας και τη διατήρησε μέχρι το θάνατό του οπότε και οι διάδοχοί του τη κατέλαβαν και την έδωσαν στον Ευμένη το 322 π.Χ. Το 315 π.Χ. καταλήφθηκε από τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο όμως μετά τη μάχη στην Ιψό υπάχθηκε στο κράτος των Σελευκιδών. Πολύ γρήγορα ανέκτησε την αυτονομία της με τον Αριαράθη Γ', ο οποίος κατέλαβε τη Μεγάλη Καππαδοκία και τον Μιθριδάτη που κατέλαβε την άλλη Καππαδοκία του Πόντου. Με την αυτονομία αυτή αρχίζει ιστορικά η ελληνιστική περίοδος, εξαιτίας της ελληνιστικής εσωτερικής μεταβολής που υπέστη. Ο Μιθριδάτης ΣΤ' Ευπάτωρ κατάφερε και ένωσε τις δυο Καππαδοκίες, αφού εκδίωξε και κακοποίησε τον Αριαράθη Η', από τον Αριαράθη Γ' μέχρι τον Αριαράθη Η'στη Μεγάλη Καππαδοκία καλλιεργήθηκαν με ζήλο τα ελληνικά γράμματα και η φιλοσοφία, ο δε Αριαράθης ΣΤ' είχε έρθει και στην Αθήνα και οι μετ΄έπειτα ηγεμόνες της συνετέλεσαν πολύ ώστε να καταστήσουν τη χώρα τους κέντρο του ελληνισμού. Επέκτειναν το κράτος τους προς την Κριμαία, τον Καύκασο, την Κολχίδα και τη Συρία. Ο Μιθριδάτης Στ' ο Ευπάτωρ συγκρούστηκε και με τη Ρώμη, με την οποία διεξήγαγε τρεις πολέμους (Μιθριδατικοί πόλεμοι). Σπουδαιότερος από αυτούς ήταν ο 1ος (88-85 π.Χ.), κατά τον οποίο νικήθηκε στη Χαιρώνεια από τον Σύλλα και υποχρεώθηκε με τη Συνθήκη της Δαρδάνου να πληρώσει μεγάλη πολεμική αποζημίωση, και ο 3ος (74-65 π.Χ.), κατά τον οποίο προσπάθησε να κατακτήσει τη Βιθυνία αλλά νικήθηκε από τον Λούκουλλο και στη συνέχεια από τον Πομπήιο. Τότε κατέφυγε στην Κριμαία όπου και δολοφονήθηκε. Οι Ρωμαίοι τότε κατέλυσαν το Καππαδοκικό κράτος μεταβάλλοντάς το σε ρωμαϊκή επαρχία. Το 70 π.Χ. επανίδρυσαν το κράτος της Καππαδοκίας υπό τον Αριοβαρζάνη και όταν αυτός πέθανε χωρίς να αφήσει απογόνους, ο Μάρκος Αντώνιος έδωσε το θρόνο στον Καππαδόκη Αρχέλαο, τον οποίο και κάλεσε στη Ρώμη όπου και πέθανε το 17 μ.Χ., χωρίς διάδοχο. Τότε η Καππαδοκία χωρίστηκε σε 3 επαρχίες. Κατά την περίοδο αυτή, Καππαδοκία νοείται πλέον μόνο η Μεγάλη Καππαδοκία ενώ εκείνη προς τον Πόντο έχει πλέον καθιερωθεί με το όνομα Πόντος.

 Τον 1ο μ.Χ. αιώνα ο εξελληνισμός της περιοχής αυτής είναι πλήρης, ακόμη και κάποιες εβραϊκές κοινότητες μιλούν και γράφουν ελληνικά. Αυτό βοήθησε τα μέγιστα στη εξάπλωση του Χριστιανισμού και έτσι δημιουργούνται αξιόλογα κέντρα του χριστιανισμού όπως η Καισάρεια, η πρώτη σε ιεραρχία και κύρος μητρόπολη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Τον 3ο-5ο αι. ακμάζουν η παιδεία και η φιλολογία. Εδώ διακρίνονται οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας Φερμελιανός ο Καισαρείας, Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας, Λεόντιος και Ευσέβιος οι Καισαρείας, Βασίλειος ο Μέγας (Αι Βασίλης), Γρηγόριος Ναζιανζηνός και Γρηγόριος Νύσσης αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου. Η δύναμη και η επιβολή που είχαν οι Μητροπολίτες της Καισαρείας ήταν τόση που πρωτοστατούσαν σε κάθε πολιτική και θρησκευτική κίνηση. Σκοπός του κάθε Μητροπολίτη ήταν η προαγωγή των γραμμάτων και των ευαγών ιδρυμάτων με συνέπεια όλη η Καππαδοκία να γίνει γρήγορα κέντρο κάθε θρησκευτικής και εκπαιδευτικής δράσης, διατηρούμενο για αιώνες. Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου διαπιστώνοντας τη σπουδαιότητα της χώρας για την αντιμετώπιση των Περσών και αργότερα των Αράβων και Τούρκων, την έκαναν μεγάλο στρατιωτικό κέντρο. Στην Καππαδοκία συγκέντρωσε το στρατό του ο Ιουστινιανός κατά των Περσών, και ο Ηράκλειος, που τελικά όμως υπέκυψε κάτω από το βάρος των επαναλαμβανόμενων επιθέσεων των Αράβων, οι οποίοι κατέλαβαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τη χώρα. Η Καππαδοκία ανακαταλήφθηκε από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία το 10 αιώνα. Στα τέλη του 11ου αιώνα την Καππαδοκία υπέταξαν οι Σελτζούκοι Τούρκοι και λίγο μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης η Καππαδοκία περιήλθε στους Οθωμανούς Τούρκους. Μετά τη κατάληψη της και επειδή η χώρα δεν ήταν και τόσο εύφορη, άρχισε η μετανάστευση των χριστιανών προς τη Μερσίνη, την Αλεξάνδρεια, την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Αμισό.
Τον 19ο αιώνα άρχισε νέα ακμή του ελληνοχριστιανικού στοιχείου και των ελληνικών γραμμάτων στην Καππαδοκία, ιδίως από το 1870 που ανυψώθηκε στο μητροπολιτικό θρόνο της Καισαρείας ο πρώην Διευθυντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής Ευστάθιος, αυτός συνετέλεσε στην ίδρυση Καππαδοκικής Αδελφότητας στη Κωνσταντινούπολη, για συλλογή χρημάτων και ίδρυση σχολείων. Το 1882, ο διαμένων στη Μασσαλία, ομογενής Θεόδωρος Ροδοκανάκης έθετε στη διάθεση του Πατριαρχείου κατ΄ έτος 5.000 φράγκα προς ίδρυση και συντήρηση Ιερατικής Σχολής, η οποία άρχισε να λειτουργεί το χειμώνα του 1882 στη Μονή Προδρόμου στο Ζιντζίντερε της Καισαρείας. Χάριν αυτής αργότερα φτιάχτηκε και οικοτροφείο στη Μονή. Το 1904, ο από Κωνσταντινούπολη, ομογενής Καππαδόκης Συμεών Σιντόσογλου ανοικοδόμησε λαμπρό διδακτήριο όπου και λειτουργούσε η Ιερατική Σχολή μέχρι το 1916-1917 οπότε και κλείστηκε οριστικά από τους Τούρκους. Ο παραπάνω ομογενής είχε ιδρύσει και προικίσει δύο ακόμη ορφανοτροφεία, ενα αρρένων και ενα θηλέων. Η κατά Καισάρεια Ιερατική Σχολή λειτούργησε επί 35 έτη με 100 μαθητές ετησίως. Μέχρι τη Δ' Οικουμενική σύνοδο η Καππαδοκία αποτελούσε μία Εκκλησία υπό τον Μητροπολίτη και Πατριάρχη Καισαρείας, στη συνέχεια με απόφαση της Συνόδου στη Χαλκηδόνα ο ανεξάρτητος θρόνος της Καισαρείας υπάχθηκε κάτω από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Στις αρχές τις δεκαετίας του 2000 μεγάλη αναστάτωση είχε προκληθεί όταν κάποιοι 'Ελληνες τουρίστες και περαστικοί οδηγοί από την περιοχή της Καππαδοκίας, δήλωσαν επιστρέφοντας σε κρατικές υπηρεσίες ότι άκουσαν κάποιους να ομιλούν σπαστά «ελληνικά», συνδυάζοντάς τους με τους αγνοούμενους της Κύπρου.

Δείτε τo βίντεο:



Δείτε το χάρτη:



ΠΗΓΗ:Wikipedia